- επίκλιντρον
- ἐπίκλιντρον, τὸ (Α) [επικλίνω]1. ανάκλιντρο, είδος καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει2. κάθισμα με όρθια πλάτη3. η πλάτη τού καθίσματος, το ερεισίνωτο*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίκλιντρον — couch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πικλίντρῳ — ἐπικλίντρῳ , ἐπίκλιντρον couch neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)